- υποφερτός
- supportable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
υποφερτός — ή, ό, Ν 1. αυτός που μπορεί κανείς να τόν υποφέρει, να τόν αντέξει («το κρύο ήταν υποφερτό») 2. μτφ. κάπως καλός, όχι τελείως κακός ή απαράδεκτος (α. «υποφερτό έργο» β. «υποφερτή παράσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < υποφέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782… … Dictionary of Greek
υποφερτός — ή, ό 1. ο κάπως ανεκτός, που μπορεί κανείς να τον υποφέρει: Υποφερτή ζέστη. 2. μέτριος, καλούτσικος: Υποφερτό φαΐ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ευύποιστος — εὐύποιστος, ον (Α) αυτός που τόν υπομένει κάποιος εύκολα, ο εύκολα υποφερτός, ο ανεκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + υπ οιστός (πρβλ. οίσομαι) «υποφερτός» (< υπο φέρω)] … Dictionary of Greek
άνοχος — ἄνοχος, ον (Α) 1. ο ανεκτός, ο υποφερτός 2. το ουδ. ως ουσ. η διάρροια … Dictionary of Greek
ανασχετός — ή, ό (Α ἀνασχετός και ἀνσχετός, όν) [ανέχω] ανεκτός, υποφερτός νεοελλ. αυτός που είναι δυνατόν να αναχαιτιστεί, περιορίσιμος … Dictionary of Greek
ανεκτός — ή, ό (AM ἀνεκτός, ή, όν) [ανέχω] εκείνος τον οποίο είναι δυνατόν να ανεχθεί κανείς, υποφερτός … Dictionary of Greek
ανύποιστος — ἀνύποιστος, ον (Α) αφόρητος, ανυπόφορος, αβάσταχτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + υποιστός (< υποφέρω) «υποφερτός, ανεκτός»] … Dictionary of Greek
επιεικτός — ἐπιεικτός, ή, όν και ἐπίεικτος, ον (Α) 1. ενδοτικός, υποχωρητικός («μένος ἐστὶν ἀάσχετον, οὐκ ἐπιεικτόν», Ομ. Ιλ.) 2. ανεκτός, υποφερτός («ἵνα ἔργα γελαστά καὶ οὐκ ἐπιεικτὰ ἴδησθε», Ομ. Οδ.) 3. (με δοτ.) αρμόδιος, κατάλληλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek
ευφόρητος — η, ο (ΑΜ εὐφόρητος, ον) αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος μσν. αρχ. μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)] … Dictionary of Greek
εύφορος — η, ο (ΑΜ εὔφορος, ον) παραγωγικός, γόνιμος, καρποφόρος, πολύκαρπος («εἰ τὸν ἀγρὸν ἔμελλες ἐγκωμιάζων εὔφορον ποιεῑν», Πλούτ.) μσν. αρχ. 1. (για άνεμο) ευνοϊκός 2. αυτός τον οποίο υπομένει κάποιος εύκολα, ο υποφερτός («ἔσχεν Θεαῑος εὐφόρων λάθαν… … Dictionary of Greek
καλούτσικος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ., 37 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κασσάνδρας. * * * η, ο, θηλ. και ια (Μ καλούτσικος, η, ον) [καλός] 1. κάπως καλός, υποφερτός, μέτριος («καλούτσικος μαθητής») 2. ευχάριστος στην όψη,… … Dictionary of Greek